ἀκαθαίρετος — not to be put down masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαθαίρετος — η, ο (Α ἀκαθαίρετος, ον) [καθαιρῶ] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καθαιρεθεί, παυθεί από το αξίωμά του 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να καταργήσει, ακατάλυτος αρχ. ακαταμάχητος, ακατάβλητος … Dictionary of Greek
ἀκαθαιρέτως — ἀκαθαίρετος not to be put down adverbial ἀκαθαίρετος not to be put down masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαίρετον — ἀκαθαίρετος not to be put down masc/fem acc sg ἀκαθαίρετος not to be put down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαιρέτοις — ἀκαθαίρετος not to be put down masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαιρέτου — ἀκαθαίρετος not to be put down masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαιρέτους — ἀκαθαίρετος not to be put down masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαιρέτων — ἀκαθαίρετος not to be put down masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαιρέτῳ — ἀκαθαίρετος not to be put down masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαθαίρετα — ἀκαθαίρετος not to be put down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)